Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευδορκία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευδορκία η [psevδorkía] Ο25 : ψευδής ένορκη διαβεβαίωση κάποιου ότι λέει την αλήθεια ενώ ψεύδεται: Δικάζεται για ~ και ψευδομαρτυρία.

[λόγ. < ελνστ. ψευδορκία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες