Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευδομάρτυρας ο [psevδomártiras] Ο5 : αυτός που δίνει ψευδή μαρτυρία, που ψευδομαρτυρεί (σε δικαστική, ανακριτική κτλ. αρχή): Πληρωμένοι ψευδομάρτυρες.
[λόγ. < αρχ. ψευδομάρτυς, αιτ. -υρα]