Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδο- [psevδo] & ψευδό- [psevδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ψευδ- [psevδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συχνά λόγιες ή επιστημονικές· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του επιθέτου ψευδής. 1. δηλώνει γενικά τη μερική ή ολική απουσία των βασικών στοιχείων αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ψευτο-): ψευδαπόστολος, ~προφήτης, ~φιλόσοφος, ~χριστιανός· ~μάχη, ψευδοροφή, ~στέγη, εικονική μάχη κτλ.· ψευδόστομος. (επιστ.) ~μεμβράνη, ~σύνοδος, ~ϋμένας. || (επιστ.) για τη δήλωση παραλλαγής η οποία παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό που εκφράζει το β' συνθετι κό: ~μορφίνη· ~νευρόπτερα· ~μηνιγγίτιδα, ~φυματίωση. 2. (νομ.) για πε ριπτώσεις αναληθούς, ψεύτικης κατάθεσης: ~μάρτυρας· ~μαρτυρία, ψευδορκία.
[λόγ. < αρχ. ψευδ(ο)- θ. του επιθ. ψευδ(ής) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ψευδο-μαρτυρία, ελνστ. ψευδ-άργυρος & διεθ. pseudo- < αρχ. ψευδο-: ψευ δο-κλασικισμός < αγγλ. pseudoclassicism, ψευδ-ώνυμο < γαλλ. pseudo nyme (< αρχ. ψευδ-ώνυμος) & μτφρδ.: ψευδ-οροφή < γαλλ. faux plafond]
- ψευδοκλασικισμός ο [psevδoklasikizmós] Ο17 : μίμηση αρχαίων λογοτε χνικών και καλλιτεχνικών προτύπων η οποία περιορίζεται μόνο στα εξωτερικά γνωρίσματά τους, χωρίς να επεκτείνεται στο πνευματικό τους περιεχόμενο.
[λόγ. < αγγλ. pseudoclassicism < pseudo- = ψευδο- + classicism = κλασικισμός]
- ψευδοκράτος το [psevδokrátos] Ο46 : περιοχή που έχει αυτοανακηρυχθεί σε κράτος το οποίο δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα: Tο ~ του Nτενκτάς.
[λόγ. ψευδο- + κράτος]
- ψευδολόγημα το [psevδolójima] Ο49 : λόγος που περιέχει ψεύδη: H δήθεν μαρτυρία του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χυδαίο ~. || (συνήθ. πληθ.) ψέματα, ψεύδη, ψευδολογίες: Tέτοια ψευδολογήματα δεν ξανάκουσα.
[λόγ. < ελνστ. ψευδολόγημα]
- ψευδολογία η [psevδolojía] Ο25 : η ενέργεια του ψευδολογώ: H ~ και η λασπολογία ήταν οι προσφιλέστερες μέθοδοι των αντιπάλων του. Στην ~ και τη λασπολογία των αντιπάλων του αντέταξε την ειλικρίνεια και την εντιμότητά του. || (συνήθ. πληθ.) ψέματα, ψεύδη, ψευδολογήματα: Xυδαίες / φτηνές ψευδολογίες.
[λόγ. < αρχ. ψευδολογία]
- ψευδολόγος ο [psevδolóγos] Ο18 θηλ. ψευδολόγος [psevδolóγos] Ο35 : (για πρόσ.) αυτός που ψευδολογεί συστηματικά: Xυδαίος / αδιάντροπος / αδίστακτος ~.
[λόγ. < αρχ. ψευδολόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ψευδολογώ [psevδoloγó] Ρ10.9α : λέω σειρά από ψεύδη· ψεύδομαι: Ψευδολογούν ασύστολα.
[λόγ. < αρχ. ψευδολογῶ]
- ψεύδομαι [psévδome] Ρ αόρ. ψεύσθηκα, απαρέμφ. ψευσθεί : (λόγ.) δίνω ψευδή πληροφορία, υπόσχεση κτλ., προβάλλω ψευδή ισχυρισμό· λέω ψεύδη, ψέματα· (πρβ. ψευδολογώ): ~ κατάφωρα / ασύστολα. Είναι φανερό ότι, όταν λέει πως δε γνωρίζει τίποτα, ψεύδεται. Ο μάρτυρας ψεύδεται, κύριε πρόεδρε.
[λόγ. < αρχ. ψεύδομαι]
- ψευδομάρτυρας ο [psevδomártiras] Ο5 : αυτός που δίνει ψευδή μαρτυρία, που ψευδομαρτυρεί (σε δικαστική, ανακριτική κτλ. αρχή): Πληρωμένοι ψευδομάρτυρες.
[λόγ. < αρχ. ψευδομάρτυς, αιτ. -υρα]
- ψευδομαρτυρία η [psevδomartiría] Ο25 : κατάθεση ψευδούς μαρτυρίας (σε δικαστική, ανακριτική κτλ. αρχή)· ψευδής μαρτυρία: Kαταδικάστηκε για ~ και ψευδορκία.
[λόγ. < αρχ. ψευδομαρτυρία]