Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευδισμός ο [psevδizmós] Ο17 : (λόγ., ιατρ.) η δυσκολία στην άρθρωση ορισμένων φθόγγων· ψεύδισμα: Tα αίτια του ψευδισμού συνδυάζονται συνήθως με τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[λόγ. ψευδισ- (ψευδίζω) -μός]