Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευδαργυρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευδαργυρώνω [psevδarjiróno] -ομαι Ρ1 : κάνω ψευδαργύρωση.

[λόγ. ψευδάργυρ(ος) -ώ > -ώνω κατά το επιχρυσώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες