Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευδίζω [psevδízo] & τσευδίζω [tsevδízo] Ρ2.1α : προφέρω με δυσκολία και εσφαλμένα ορισμένα σύμφωνα· είμαι ψευδός· (πρβ. τραυλίζω).
[λόγ. < αρχ. ψευδίζω· τσευδ(ός) -ίζω]