Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψελλίζω [pselízo] Ρ2.1α : 1α.προφέρω, εκφωνώ λέξεις, λόγια κτλ., με δυσκολία: Mόλις είχε αρχίσει να ψελλίζει τις πρώτες του λέξεις. β. λέω κτ. με χαμηλή φωνή και μη ευκρινή άρθρωση, συνήθ. εξαιτίας κάποιας ψυχι κής ταραχής (φόβου, δειλίας, αμηχανίας κτλ.): Λυπηθείτε με, ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη. 2. εκφράζω με τρόπο διστακτικό και ασαφή μια άποψη, θέση κτλ.: Όλα τα κόμματα κάτι ψελλίζουν, αλλά κανένα δεν τολμά να τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στο πρόβλημα.
[λόγ. < αρχ. ψελλίζω `τραυλίζω΄]