Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεκαστήρας ο [psekastíras] Ο2 : η συσκευή με την οποία ψεκάζουν, ρίχνουν επάνω σε μια επιφάνεια λεπτότατες σταγόνες υγρού.
[λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler]