Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψεκαστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεκαστήρας ο [psekastíras] Ο2 : η συσκευή με την οποία ψεκάζουν, ρίχνουν επάνω σε μια επιφάνεια λεπτότατες σταγόνες υγρού.

[λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες