Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεκασμός ο [psekazmós] Ο17 : η ενέργεια του ψεκάζω· ράντισμα με ψεκαστήρα· ψέκασμα: H πιο αποτελεσματική μέθοδος για την καταπολέμη ση του δάκου είναι ο ~ των ελαιόδεντρων με κατάλληλα φυτοφάρμακα.
[λόγ. < μσν. ψεκασμός `ψιχάλισμα΄ < ψεκασ- (ψεκάζω) -μός κατά την αλλ. της σημ. της λ. ψεκάζω]