Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεκάζω [psekázo] -ομαι Ρ2.1 : ρίχνω επάνω σε κτ. λεπτότατες σταγόνες υγρού, χρησιμοποιώντας κατάλληλη συσκευή, ραντίζω κτ. με ψεκαστήρα: ~ ένα φυτό με παρασιτοκτόνο φάρμακο. ~ ένα χώρο για να τον απολυμάνω. ~ τα ρούχα πριν τα σιδερώσω. (έκφρ.) ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε, για να δηλωθεί η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα σε διάφορες ενέργειες.
[λόγ. < ελνστ. ψεκάζω (αρχ. ψακάζω) `ψιχαλίζω΄ σημδ. αγγλ. sprinkle]