Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψειρού
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψειρού η [psirú] Ο37 : (λαϊκ.) η φυλακή· στενή, φρέσκο.

[ψείρ(α) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες