Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεγαδιάζω [pseγaδjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βρίσκω ή αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ψεγάδι, επικρίνω για ατέλεια ή έλλειψη.
[μσν. ψεγαδιάζω < ψεγάδ(ι) -ιάζω]