Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψείρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψείρισμα το [psírizma] Ο49 : η ενέργεια του ψειρίζω. 1. καθαρισμός από ψείρες· ξεψείρισμα. 2. (μτφ.) σχολαστική και επίμονη εξέταση ασήμαντων λεπτομερειών. 3. (λαϊκ.) κλοπή, συνήθ. αντικειμένου που το φοράμε ή το έχουμε επάνω μας.

[ψειρισ- (ψειρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες