Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψείριασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψείριασμα το [psírjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ψειριάζω· εγκατάστα ση και ανάπτυξη ψειρών στο σώμα· φθειρίαση.

[ψειριασ- (ψειριάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες