Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαύση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαύση η [psáfsi] Ο31 : (λόγ.) ψηλάφηση.

[λόγ. < αρχ. ψαῦ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες