Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαχουλεύω [psaxulévo] -ομαι Ρ5.2 : (προφ.) ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ.: Ψαχούλεψε τις τσέπες του. Tι ψαχουλεύεις εκεί; Mην ψαχουλεύεις στα συρτάρια μου. || (παθ.) ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου: Tι ψαχουλεύεσαι τόση ώρα; || Όλο ψαχουλεύεται και τρέχει στους γιατρούς.
[συμφυρ. ψάχ(ω) -ο- + χαλεύω > *ψαχοχαλεύω > *ψαχαλεύω (απλολ. [xoxa > xa] ) και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του [l], ψάχω: παράλληλος τ. του ψάχνω (ψαύω > ψαξ- και μεταπλ. κατά το σχ.: βρεξ- (έβρεξα) - βρέχω), χαλεύω `ψάχνω΄ < αρχ. (δωρ. διάλ.) *χαλεύω `πλέκω΄ (αττ. χηλεύω)]