Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαρότοπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαρότοπος ο [psarótopos] Ο20 : μέρος θάλασσας ή λίμνης, όπου υπάρχουν πολλά ψάρια και γίνεται συστηματικό ψάρεμα.

[ψαρο- 1 + -τοπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες