Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαροφαγία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαροφαγία η [psarofajía] Ο25 : το να τρώει κανείς (πολλά) ψάρια: Tο ρίξαμε στην ~.

[λόγ. ψαροφάγ(ος)2 -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες