Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαροφάγος ο [psarofáγos] Ο18 : 1.(λαϊκότρ.) α. θαλασσοπούλι με μακρύ ράμφος, που τρέφεται κυρίως με ψάρια· ψαροπούλι· αλκυόνα. β. το πουλί ερωδιός. 2. (προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που του αρέσει να τρώει ψάρια.
[ψαρο- 1 + -φάγος]