Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαροπούλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαροπούλι το [psaropúli] Ο44 : θαλασσοπούλι με μακρύ ράμφος, που τρέφεται κυρίως με ψάρια· ψαροφάγος, αλκυόνα.

[ψαρο- 1 + πουλ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες