Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαροκεφαλή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαροκεφαλή η [psarokefalí] Ο29 : κεφάλι από ψάρι, ιδίως μεγάλο· μεγάλο ψαροκέφαλο: Σούπα (από) ~.

[ψαρο- 1 + κεφαλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες