Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαρική η [psarikí] Ο29 : η τεχνική του ψαρέματος· (πρβ. ψαρευτική, ψάρεμα, αλιεία): Είχε όλα τα σύνεργα της ψαρικής: αγκίστρια, δολώματα, πετονιές, δίχτυα, καμάκια.
[μσν. ψαρική < ψάρ(ι) -ική, θηλ. του -ικός]