Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαμμόλιθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαμμόλιθος ο [psamóliθos] Ο20α : 1.(γεωλ.) ψαμμίτης. 2. (ιατρ.) ψάμμος.

[λόγ. ψάμμ(ος) -ο- + λίθος απόδ. γαλλ. psammite, sable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες