Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλιδίζω [psaliδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω με ψαλίδι τις άκρες ενός πράγματος: ~ τα ξέφτια ενός υφάσματος. ~ το μουστάκι μου. Ψαλιδισμένες άκρες. ΦΡ ~ τα φτερά* κάποιου. 2. (μτφ.) α. ελαττώνω, συνήθ. με τρόπο αυθαίρετο, ένα χρηματικό ποσό το οποίο πρόκειται να χορηγηθεί ή να αναλωθεί· περικόπτω: ~ ένα κονδύλιο / κάποιες δαπάνες / έναν προϋπολογισμό. β. επεμβαίνω σκόπιμα και αυθαίρετα σε ένα κείμενο, πριν από τη δημοσίευσή του, ή σε μια ταινία, πριν από την προβολή της, και κάνω περικοπές· λογοκρίνω.
[ψαλίδ(ι) -ίζω]