Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλίδισμα το [psalíδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψαλιδί ζω. 1. κόψιμο άκρων με ψαλίδι. 2. (μτφ.) α. περικοπή, ελάττωση χρηματι κού ποσού: Tο ~ των κοινωνικών παροχών. β. αυθαίρετη περικοπή κειμένου ή κινηματογραφικής ταινίας· (πρβ. λογοκρισία).
[ψαλιδισ- (ψαλιδίζω) -μα]