Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλίδι το [psalíδi] Ο44 : 1α.εργαλείο του χεριού που αποτελείται από δύο μεταλλικές λεπίδες και χρησιμεύει για να κόβουν υφάσματα, χαρτιά, κλωστές κτλ.: Tο ~ της μοδίστρας / του ράφτη / του κουρέα. Kόβω με το ~ ένα φύλ λο χαρτιού. ΦΡ ~ πάει η γλώσσα της (του), για κπ. που μιλάει πολύ και γρήγορα, που φλυαρεί ακατάσχετα· (πρβ. ροδάνι). έπεσε / δούλεψε ~, για κείμενο, ταινία κτλ. που λογοκρίθηκε. β. (μτφ.) για περικοπές κυρίως σε δαπάνη: ~ σε μισθούς / σε συντάξεις. 2. μηχανικό εργαλείο κοπής: Xειροκί νητο / ποδοκίνητο / ηλεκτρικό / υδραυλικό ~. 3. (αθλ.) α. άλμα σε ύψος, με συγκεκριμένη κίνηση των ποδιών που θυμίζει την κίνηση των λεπίδων του ψαλιδιού. β. (Aνάποδο) ~, κίνηση στο ποδόσφαι ρο κατά την οποία ο παίχτης κλοτσάει την μπάλα προς την πίσω πλευρά του υψώνοντας το πόδι του και συνήθ. πέφτοντας με την πλάτη στο έδαφος. 4. (οικοδ., πληθ.) ζεύγος δοκών ενωμένων σε σχήμα Λ που χρησιμοποιούνται για στήριξη της στέγης.
ψαλιδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 1. ψαλίδα* η MΕΓΕΘ. [μσν. ψαλίδι < ελνστ. ψαλίδιον υποκορ. του αρχ. ψαλίς (3: λόγ. σημδ. αγγλ. scissors)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλιδιά η [psaliδjá] Ο24 : 1.τομή με ψαλίδι: Tραβώ μια ~. || (συνηθέστερα) άτεχνο κόψιμο σε ορισμένο σημείο των μαλλιών: Δε σε κούρεψε καλά· σε γέμισε ψαλιδιές. 2. είδος ναυτικού κόμπου.
[ψαλίδ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλιδίζω [psaliδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω με ψαλίδι τις άκρες ενός πράγματος: ~ τα ξέφτια ενός υφάσματος. ~ το μουστάκι μου. Ψαλιδισμένες άκρες. ΦΡ ~ τα φτερά* κάποιου. 2. (μτφ.) α. ελαττώνω, συνήθ. με τρόπο αυθαίρετο, ένα χρηματικό ποσό το οποίο πρόκειται να χορηγηθεί ή να αναλωθεί· περικόπτω: ~ ένα κονδύλιο / κάποιες δαπάνες / έναν προϋπολογισμό. β. επεμβαίνω σκόπιμα και αυθαίρετα σε ένα κείμενο, πριν από τη δημοσίευσή του, ή σε μια ταινία, πριν από την προβολή της, και κάνω περικοπές· λογοκρίνω.
[ψαλίδ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλίδισμα το [psalíδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψαλιδί ζω. 1. κόψιμο άκρων με ψαλίδι. 2. (μτφ.) α. περικοπή, ελάττωση χρηματι κού ποσού: Tο ~ των κοινωνικών παροχών. β. αυθαίρετη περικοπή κειμένου ή κινηματογραφικής ταινίας· (πρβ. λογοκρισία).
[ψαλιδισ- (ψαλιδίζω) -μα]