Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαλίδα η [psalíδa] Ο26 : 1.μεγάλο ψαλίδι για διάφορες ειδικές χρήσεις: H ~ του κηπουρού / του λαμαρινά / του σιδηρουργού. Xειρουργική ~. (έκφρ.) η ~ της λογοκρισίας, η λογοκρισία. 2. (μτφ.) μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μία ανώτερη και σε μία κατώτερη τιμή: H νέα εισοδηματική πολιτική στοχεύει στο κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στους υψηλούς και στους χαμηλούς μισθούς. 3. (μτφ., για κτ. του οποίου η άκρη μοιάζει με ανοιχτό ψαλίδι): α. η σαρανταποδαρούσα, επειδή έχει ψαλιδωτή ουρά. β. είδος εντόμου με ψαλιδωτή ουρά. γ. η άκρη της έλικας κλήματος. 4. ασθένεια των τριχών του κεφαλιού κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δύο.
[μσν. ψαλίδα < αρχ. ψαλίς, αιτ. -ίδα (στη σημ. 1· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. scissors)]