Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθί το [psaθí] Ο43 : 1.(λαϊκότρ.) το φυτό ψάθα και το στέλεχός του. 2. (προφ.) ψάθινο πλέγμα: Tο ~ μιας καρέκλας. || ψάθινο καπέλο.
ψαθά κι* το YΠΟKΟΡ. [μσν. ψιαθίν με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. σιαγόνιον > σαγόνι, διακόσιοι > διακόσοι) < ελνστ. ψιαθίον υποκορ. του αρχ. ψίαθος ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάθινος -η -ο [psáθinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πλέγμα ψάθας: Ψάθινα είδη. Ψάθινο καπέλο, ψάθα, ψαθάκι. Ψάθινη τσάντα / καρέκλα. Ψάθινες παντόφλες.
[ψάθ(α) -ινος]