Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψήφισμα το [psífizma] Ο49 : κείμενο το οποίο εγκρίνεται με ψηφοφορία από ένα σύνολο ατόμων και στο οποίο διατυπώνεται κάποιο κοινό αίτημα, άποψη κτλ.: ~ γενικής συνέλευσης / συγκέντρωσης. Εγκρίνεται / απορρίπτεται ένα σχέδιο ψηφίσματος. ~ διαμαρτυρίας / συμπαράστασης. Tο Ευρωπαϊκό Kοινοβούλιο καταδικάζει με ψήφισμά του τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
[λόγ. < αρχ. ψήφισμα `πρόταση ψηφισμένη από πλειοψηφία΄]