Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψήφιση η [psífisi] Ο32α : το αποτέλεσμα του ψηφίζω2, η υποστήριξη με την ψήφο προσώπου, πρότασης κτλ.· υπερψήφιση. ANT καταψήφιση: H αντιπολίτευση, για να αποτρέψει την ενδεχόμενη ~ του νομοσχεδίου, αποχώρησε.
[λόγ. ψηφι- (ψηφίζω) -σις > -ση (πρβ. αρχ. (διαλεκτ.) ψάφιξξις ίδ. σημ.)]