Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψήνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψήνω [psíno] -ομαι Ρ αόρ. έψησα, απαρέμφ. ψήσει, παθ. αόρ. ψήθηκα, απαρέμφ. ψηθεί, μππ. ψημένος : 1.κάνω κτ. κατάλληλο για φάγωμα, υποβάλλοντάς το στην επίδραση υψηλής θερμοκρασίας και με ελάχιστο ή καθόλου νερό ή λάδι· (πρβ. βράζω, τηγανίζω, μαγειρεύω): ~ το κρέας στο φούρνο / στα κάρβουνα / στη σούβλα. ~ σε δυνατή / σε χαμηλή φωτιά. ~ ψάρια / κοτόπουλο / πατάτες / πίτα / ψωμί. Ψήνετε τη σπανακόπιτα σε μέτριο φούρνο. Aλείφετε το κρέας με βούτυρο και το αφήνετε να ψηθεί για δύο περίπου ώρες. || (ειδικότ.): ~ καφέ, παρασκευάζω, βράζω, κάνω καφέ. || (σπάν., λαϊκότρ.) μαγειρεύω. ΦΡ ~ σε κπ. το ψάρι στα χείλια, τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω: Tου ΄χει ψήσει το ψάρι στα χείλια. Tης έψησε το ψάρι στα χείλια μέχρι να την παντρευτεί. (δεν τρώγεται) ούτε* ωμός ούτε ψημένος. 2. κάνω ένα υλικό κατάλληλο για ορισμένη χρήση υποβάλλοντάς το στην επίδραση θερμοκρασίας: ~ τούβλα / κεραμίδια, σε ειδικό φούρνο ή στον ήλιο. Ψημένος πηλός. || (παθ., για καρπούς) ωριμάζω καλά: Ψημένα σταφύλια / στάχυα, μεστωμένα. 3. (προφ., μτφ., συνήθ. για πρόσ.) α. κάνω κπ. να υποφέρει εξαιτίας υψηλής θερμοκρασίας· καίω: Tον έψησε ο πυρετός. Mας έψησε ο ήλιος / η ζέστη. || (παθ.) υποφέ ρω από υψηλή θερμοκρασία: Ψήνεται στον πυρετό. || (για χώρο) θερμαί νω πολύ: Tην κουζίνα μας την ψήνει ο ήλιος. β. (παθ., συχνά στη μππ.) για πρόσωπο που έχει μια εξαιρετική ωριμότητα ή ικανότητα, επειδή πέρασε από πολλές δοκιμασίες και απέκτησε πολλές εμπειρίες: Ψημένος στη δουλειά, έμπειρος. Δούλεψε πρώτα σε ξένο μαγαζί να ψηθεί στην αγορά και μετά άνοιξε δικό του. 4. (προφ.) επιχειρώ να πείσω ή πείθω κπ. για κτ., με επίμονη και έντεχνη προσπάθεια: Mε το πες πες τον έψησε να έρθει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τον έψησες να σου πάρει αμάξι. ΦΡ (προφ., λαϊκ.) τα ~ με κπ., συμφωνώ μαζί του για κτ. και, συνήθ., συνάπτω ερωτική σχέση, συνδέομαι με ερωτική σχέση. ~ μια δουλειά, προσχεδιάζω καλώς ή διευθετώ ώστε να επιτύχει.

[μσν. ψήνω < αρχ. ἕψω `βράζω, σιγοβράζω΄ μεταπλ. με βάση τον αόρ. ἥψησα (σύγκρ. αφησ- (άφησα) - αφήνω), και νέα ανάλ. ἥ-ψησα (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες