Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψήλωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψήλωμα το [psíloma] Ο49 : 1.το αποτέλεσμα του ψηλώνω. 2. (λαϊκότρ.) ύψω μα εδάφους, υψηλή τοποθεσία· ύψωμα.

[μσν. ψήλωμα < ψηλώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες