Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψένω [pséno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) ψήνω.
[μσν. ψένω < αρχ. ἕψω `βράζω, σιγοβράζω΄ μεταπλ. με βάση τον αόρ. ἥψησα (σύγκρ. σβέννυμι > σβένω, σβήνω), και νέα ανάλ. ἥ-ψησα (η σημερ. σημ. μσν.)]