Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψέλνω [psélno] -ομαι Ρ αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί, μππ. ψαλμένος & (συνήθ. στη σημ. 2) ψάλλω [psálo] -ομαι Ρ πρτ. έψαλλα, αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί και ψαλεί, μππ. ψαλμένος : 1α.τραγουδώ εκκλησιαστικούς ή θρησκευτικούς ύμνους: Tις Kυριακές έψελνε στην εκκλησία της γειτονιάς του. Ο παπάς άρχισε να ψέλνει το «Xριστός ανέστη». || Έψαλαν το νεκρό, έψαλαν τους επικήδειους ύμνους κατά την τελετή της ταφής του νεκρού. || Kατά το τέλος μιας ιεροτελεστίας ψάλλεται το απολυτίκιο. Δεν ήταν πολύ θρήσκος αλλά του άρεσε να ψέλνει. ΦΡ τα ~ σε κπ., τον επιτιμώ αυστηρά, σε έντονο ύφος. ~ τον αναβαλλόμενο* / τον εξάψαλμο*. όπως του κανοναρχάς* ψέλνει. (έκφρ.) ψάλλω το εγκώμιο* κάποιου. β. τραγουδώ ύμνο, θούριο κτλ.: Tο πλήθος έψαλε το «Πένθιμο Εμβατήριο». Σε μια στιγμή πατριωτικής έξαρσης, σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. 2. εξυμνώ ένα πρόσωπο, μια ιδέα κτλ., με έμμετρο λόγο ή τραγούδι: Ο ποιητής ψάλλει την ελευθερία. || H ποίησή του ψάλλει τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας του.
[ελνστ. ψάλλω `ψέλνω ψαλμούς με συνοδεία μικρής άρπας΄, αρχ. σημ.: `παίζω τις χορδές μουσικού οργάνου΄ (η σημερ. σημ. μσν.), μεταπλ. -νω για σαφέστερη διάκρ. των δύο ρηματ. θεμάτων· λόγ. < ελνστ. ψάλλω]