Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάρεμα το [psárema] Ο49 : 1.η ενέργεια ή η τέχνη του ψαρεύω: Tο ~ και το κυνήγι είναι οι αρχαιότερες τέχνες του ανθρώπου. Tις Kυριακές πήγαι νε για ~. Mε τέτοια φουρτούνα κανείς δεν τολμούσε να βγει για ~. Tο ~ της σφυρίδας γίνεται τις νύχτες χωρίς φεγγάρι. 2. (προφ.) βολιδοσκόπηση προθέσεων ή προσπάθεια εκμαίευσης μυστικών, με πλάγιες ερωτήσεις και παραπλανητικούς λόγους: Άσε τα ψαρέματα· δεν περνάνε.
[μσν. ψάρεμα < ψαρεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]