Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάξιμο το [psáksimo] Ο50 : η ενέργεια του ψάχνω και ιδίως η έρευνα σε ένα χώρο για να βρεθεί κτ.· (πρβ. αναζήτηση, έρευνα): Προσεκτικό / πρόχειρο ~. Περίμεναν να ξημερώσει για ν΄ αρχίσουν το ~. Aπό πού ν΄ αρχίσω το ~; Άσε τα ψαξίματα.
[ψαξ- (ψάχνω) -ιμο]