Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάθινος -η -ο [psáθinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πλέγμα ψάθας: Ψάθινα είδη. Ψάθινο καπέλο, ψάθα, ψαθάκι. Ψάθινη τσάντα / καρέκλα. Ψάθινες παντόφλες.
[ψάθ(α) -ινος]