Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χώσιμο το [xósimo] Ο50 : (οικ.) η ενέργεια του χώνω: Tο ~ του ξύλου στο χώμα, μπήξιμο. Tο ~ στο ντουλάπι, κρύψιμο. Tο ~ στον τάφο, θάψιμο.
[χωσ- (χώνω) -ιμο]