Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χώρισμα το [xórizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του χωρίζω. ANT ένωμα: Tο ~ της περιουσίας, μοίρασμα. Tο ~ ενός χώρου σε άλλους μικρότερους, διαίρεση. 2. τοίχος ή άλλη κατασκευή, π.χ. από ξύλο, που χωρίζει ένα χώρο σε μικρότερους: Tα εσωτερικά χωρίσματα του διαμερίσματος. Συρτάρι / ντουλάπι με πολλά χωρίσματα.
[ελνστ. χώρισμα `χωριστός χώρος΄, κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]