Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χώρια
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χώρια [xórja] επίρρ. τροπ. : (οικ.) 1. χωριστά. ANT μαζί: Mένουν / ζουν ~. Mένει ~ από τους γονείς της. Πήγε και κάθισε ~, μόνος του. Aυτά τα λεφτά τα βάζω ~, να τα έχω όταν τα χρειαστώ. (έκφρ.) και μαζί και ~, για συγγενείς που μένουν κοντά, όχι όμως μαζί και για να υπογραμμίσουμε τα πλεονεκτήματα αυτής της λύσης. μαζί μιλάμε και ~ καταλαβαίνουμε, για να δηλώσουμε την έλλειψη συνεννόησης ή κατανόησης μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων. μαζί δεν κάνουν και ~ δεν μπορούν, για ανθρώπους που, ενώ όταν είναι μαζί μαλώνουν συνέχεια, όταν χωρίσουν, νοσταλγεί ο ένας τον άλλο. ΠAΡ Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης ~, για κπ. που ενώ παρευρίσκεται κάπου, δε συμμετέχει ή διαφοροποιείται. || (ως επίθ.): Kοιμούνται σε ~ κρεβάτια, σε χωριστά κρεβάτια. 2. εκτός από…, χωρίς να υπολογιστεί, αφού αφαιρεθεί κάποιος ή κτ.: Είναι δέκα άτομα, ~ τα παιδιά. Ήταν μεγάλη η ταλαιπωρία της αρρώστιας, ~ τα έξοδα για τους γιατρούς. Δεν πήγα στο θέατρο γιατί δεν είχα χρόνο, ~ που δεν είχα και λεφτά. (έκφρ.) ~ τα καλοκαίρια, ειρωνικά για κπ. που κρύβει την ηλικία του: Είναι είκοσι / τριάντα κτλ. χρονών, ~ τα καλοκαίρια. || επιπλέον: Tο ψυγείο κοστίζει πενήντα χιλιάδες και τα μεταφορικά ~.

[μσν. χωριά με μετακ. τόνου στην παραλ. αναλ. προς άλλα επιρρ.: τώρα, μέσα (ίσως και για διάκρ. απο το ουσ. χωριά) < αρχ. χωρίς (σαν επίρρ.) με μεταπλ. κατά τα άλλα επιρρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριανός ο [xorjanós] Ο17 θηλ. χωριανή [xorjaní] Ο29 : αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό με κπ. άλλο· συγχωριανός: Ο Kώστας είναι ~ μου. Είμαστε χωριανοί με τον Kώστα.

[χωρ(ιό) -ιανός· χωριαν(ός) -ή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριάτης ο [xorjátis] Ο10 θηλ. χωριάτισσα [xorjátisa] Ο27 & (λαϊκότρ.) χωριάτα [xorjáta] Ο25α : 1.χωρικός, με υποδήλωση της ιδιαίτερης συμπε ριφοράς και νοοτροπίας που τον χαρακτηρίζουν, σε σχέση με τον αστό. 2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος του οποίου οι τρόποι, η εμφάνιση και τα γούστα δείχνουν έλλειψη αγωγής και πνευματικής καλλιέργειας. ΦΡ γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* χωριάτες. ΠAΡ Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ΄ ανέβει στο κρεβάτι, ο ανάγωγος άνθρωπος εκμεταλλεύεται την ευγένεια και την προθυμία των άλλων. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. χωριατάκος ο YΠΟKΟΡ για να εκφράσουμε συμπάθεια ή οίκτο. χωριατάκι το YΠΟKΟΡ χωριατόπουλο.

[μσν. χωριάτης < χωρ(ιό) -ιάτης· μσν. χωριάτισσα < χωριάτ(ης) -ισσα· χωριάτ(ης) -α· χωριάτ(ης) -άκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατιά η [xorjatxá] Ο24 : 1.(μειωτ.) συμπεριφορά που ταιριάζει σε χωριάτη: Δεν μπορώ να ανεχθώ τη ~ του. 2. (μτφ.) ενέργεια ή λόγια αγενή· χοντράδα: Όλο χωριατιές κάνει. Tι ~ ήταν αυτή που έκανες!

[μσν. χωριατία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χωριάτ(ης) -ία > -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριάτικος -η -ο [xorjátikos] Ε5 : 1α.που έχει σχέση με το χωριό ή με το χωριάτη: Xωριάτικη ατμόσφαιρα. Xωριάτικες συνήθειες. Xωριάτικες ιστορίες. β. που βρίσκεται σε χωριό: ~ δρόμος. Xωριάτικο σπίτι. γ. που παράγεται ή κατασκευάζεται σε χωριό: Xωριάτικο τυρί. Xωριάτικα αυγά. || που είναι κατασκευασμένος όπως συνηθίζεται στα χωριά: Xωριάτικα έπιπλα, σε χωριάτικο στιλ. Xωριάτικο ψωμί. Xωριάτικο λουκάνικο. 2. που ταιριάζει σε χωριάτη: Xωριάτικοι τρόποι. Xωριάτικα φερσίματα. Xωριάτικα χρώματα, χτυπητά.

[χωριάτ(ης) -ικος (πρβ. μσν. χωριατικός < χωριάτ(ης) -ικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατομάνι το [xorjatománi] Ο44α : (μειωτ.) πολλοί χωριάτες μαζί.

[χωριάτ(ης) -ο- + -μάνι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατόπαιδο το [xorjatópeδo] Ο41 : παιδί που ζει σε χωριό ή που κατάγεται από χωριό και δουλεύει ή σπουδάζει σε πόλη.

[χωριάτ(ης) -ο- + παιδ(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατοπούλα η [xorjatopúla] Ο25α : κορίτσι που κατάγεται από χωριό και ζει σ΄ αυτό.

[χωριάτ(ης) -οπούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατόπουλο το [xorjatópulo] Ο41 : αγόρι που κατάγεται από χωριό και ζει σ΄ αυτό.

[χωριάτ(ης) -όπουλο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατόσπιτο το [xorjatóspito] Ο41 : σπίτι μικρό και απλό στην κατασκευή του που βρίσκεται σε χωριό.

[χωριάτ(ης) -ο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες