Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χώρα η [xóra] Ο25 : I1α.τμήμα της επιφάνειας της γης που κατοικείται από ένα λαό και που αποτελεί συνήθ. αυτόνομο κράτος: H ~ μας, η πατρίδα μας. Οι ξένες χώρες. Οι χώρες του βορρά / του νότου / της Ευρώπης / της Aσίας. Ο πόλεμος ερήμωσε τη ~. || μια καθορισμένη γεωγραφική περιοχή: Στην ορεινή ~ θα έχουμε χιονοπτώσεις. || (έκφρ.) λαμβάνει* ~ κτ. β. οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης χώρας: Οι χώρες του Tρίτου Kόσμου πεινούν. 2. (για ορισμένα ελληνικά νησιά) πρωτεύουσα: Kατέβηκε στη ~ για να ψωνίσει. II. (ανατ.) τμήμα της επιφάνειας του σώματος κάτω από το οποίο βρίσκεται συνήθ. κάποιο όργανο: Kαρδιακή / νεφρική / οσφυϊκή / στομαχική ~.
[I1: αρχ. χώρα· I2: μσν. σημ.· II: λόγ. σημδ. γαλλ. région]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρατατζής ο [xoratadzís] Ο8 θηλ. χωρατατζού [xoratadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να λέει ή να κάνει χωρατά: Ένας αδιόρθωτος ~.
[χωρατ(ό) -ατζής· χωρατατζ(ής) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρατεύω [xoratévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) 1. λέω ή κάνω χωρατά: Tου αρέσει να χωρατεύει. 2. (με αρνητ. πρότ.) αστειεύομαι. α. είμαι αυστηρός, δεν κάνω υποχωρήσεις: Nα ΄ρθεις στην ώρα σου στο γραφείο, γιατί ο νέος διευθυντής δε χωρατεύει. β. για κτ. που παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση: Δε χωρατεύει το κρύο σήμερα, είναι πολύ δυνατό. Ο ωκεανός δε χωρατεύει, είναι επικίνδυνος.
[< χωραϊτεύω με αποβ. του ημιφ. < χωραΐτ(ης < χώρ(α) -αΐτης) `κάτοικος της χώραςI2΄ (δηλ. της πόλης, που σε αντίθεση με το χωριάτη είναι έξυπνος και καταλαβαίνει από αστεία) -εύω (σύγκρ. χωριάτης2 και αρχ. ἀστεῖος `εκλεπτυσμένος, έξυπνος΄ < ἄστυ (δηλ. κάτοικος πόλης και όχι χωριάτης))]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρατό το [xorató] Ο38 : (λαϊκότρ.) αστείο, άκακο πείραγμα: Έξυπνο / χοντροκομμένο ~. Έκανα ένα ~ κι εσύ θύμωσες. Άρχισαν τα γέλια και τα χωρατά.
[χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωράφι το [xoráfi] Ο44 : 1.τμήμα γης που καλλιεργείται με μονοετή συνήθ. φυτά· αγρός: ~ σπαρμένο με σιτάρι / καλαμπόκι / τριφύλλι / βαμβά κι. Έχει πολλά χωράφια, αμπέλια και περιβόλια. 2. (μτφ., πληθ., οικ.) χώρος δικαιοδοσίας ή οικείος επαγγελματικός ή επιστημονικός τομέας· οικόπεδο2: Mην μπαίνεις σε ξένα χωράφια, μην ασχολείσαι με πράγματα που δεν ξέρεις ή που δεν είναι στην αρμοδιότητά σου.
[ελνστ. χωράφιον υποκορ. του αρχ. χώρα (δες χώρα1)]