Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χύτρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χύτρα η [xítra] Ο25 : είδος μεγάλης βαθιάς κατσαρόλας. || ~ ταχύτητας, μεταλλική κατσαρόλα με ανθεκτικά τοιχώματα που κλείνει αεροστεγώς: Aγόρασα καινούρια ~ ταχύτητας.

[λόγ. < αρχ. χύτρα `πήλινο τσουκάλι΄ & σημδ. γερμ. Schnell kockhtopf]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες