Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χύσιμο το [xísimo] Ο50 : η ενέργεια του χύνω. I1. Tο ~ του νερού / της ζάχαρης. ~ αίματος, αιματοχυσία. 2. Tο ~ των μετάλλων, χύτευση. 3. (προφ.) εκσπερμάτιση. II. Tο ~ της ιλαράς, η εμφάνιση του εξανθήματος της ιλαράς.
[χυσ- (χύνω) -ιμο]