Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χύνω [xíno] -ομαι Ρ αόρ. έχυσα, απαρέμφ. χύσει, παθ. αόρ. χύθηκα, απαρέμφ. χυθεί, μππ. χυμένος : I1α.(για υγρά) αφήνω να τρέξει κτ., συνήθ. μέ σα από ένα σκεύος και συνήθ. κατά λάθος: Έχυσε το κρασί στο τραπεζομάντιλο. Φούσκωσε το γάλα και χύθηκε από την κατσαρόλα. Tου χύθηκαν τα νερά κάτω. Xύσε μου νερό να πλυθώ, ρίξε μου. (έκφρ.) ~ δάκρυα, κλαίω, υποφέρω: Έχυσε πολλά δάκρυα για να τον μεγαλώσει. ~ το αίμα* μου. χύνεται αίμα*. ~ το μάτι κάποιου, του βγάζω το μάτι. ΦΡ χύνεται πολλή μελάνη, γράφονται πολλά επάνω σε ένα θέμα: Έχει χυθεί πολλή μελάνη για το γλωσσικό. ~ το φαρμάκι μου, λέω σε κπ. λόγια πικρά: Έχυ σε πάλι το φαρμάκι του και με πίκρανε πολύ. ~ / ρίχνω λάδι* στη φωτιά. ~ ιδρώτα, κοπιάζω, κουράζομαι, καταβάλλω προσπάθειες. || (παθ., για ποτάμι) εκβάλλω: Ο Πηνειός χύνεται στο Aιγαίο. β. (για υλικά που αποτελούνται από κόκκους) αφήνω κτ. να σκορπίσει, συνήθ. κατά λάθος: Tρύπησε η σακούλα και χύθηκε η ζάχαρη / το αλεύρι. 2α. (για μέταλλα) λιώνω: ~ μολύβι. β. βάζω μέσα στο καλούπι ένα υλικό σε ρευστή κατάσταση για να του δώσω ένα σχήμα: ~ ένα άγαλμα. ~ κεριά. ~ το μπετόν. 3. (προφ.) εκσπερματίζω. II. (μτφ.) 1α. για κτ. που σκορπίζεται, απλώνε ται άφθονο: Άνοιξε τα παράθυρα και το φως χύθηκε στο δωμάτιο. Tα πλούσια μαλλιά της ήταν χυμένα στους ώμους της. ΦΡ ~ φως σε μια υπόθεση, τη διαλευκαίνω, βρίσκω την αλήθεια: Mε τις έρευνες των ιστορικών χύνεται άπλετο φως στις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας. β. ~ / βγάζω την ιλαρά, βγάζω το χαρακτηριστικό εξάνθημα της ιλαράς· βγάζω την ιλαρά και ως ΦΡ ζεσταίνομαι υπερβολικά: Θα χύσουμε την ιλαρά εδώ μέσα από τη ζέστη. 2α. (παθ.) κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου· χυμάω: Xύθη κε απάνω μου σαν τίγρης. β. κινούμαι ζωηρά προς κάποια κατεύθυνση μα ζί με μεγάλη ομάδα ατόμων· ξεχύνομαι: Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους για να γιορτάσει τη νίκη.
[ελνστ. ή μσν. χύνω < αρχ. χέω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. (παθ.) χυθ- (ἐχύθην) κατά το πλυθ- (ἐπλύθην) - πλύνω]