Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χύμα [xíma] επίρρ. τροπ. : 1.για εμπόρευμα που πουλιέται ασυσκεύαστο, που δεν είναι μέσα σε τυποποιημένη συσκευασία: Οι παραγωγοί πουλούν ~ τα όσπρια / το λάδι. || (ως επίθ.): Kρασί / λάδι ~, ασυσκεύαστο, με το κιλό. 2. (προφ.) για μικρά κυρίως αντικείμενα που τα βάζουν κάπου χωρίς τάξη, όπως τύχει: Έριξε στη βαλίτσα όλα τα πράγματα ~. ΦΡ τα λέω ~ / ~ και τσουβαλάτα, λέω κατηγορίες, απειλές κτλ. όχι συγκαλυμμένα, αλλά όλα μαζί όπως μου έρχονται στο μυαλό.
[ελνστ. χύμα `ανάκατη μάζα΄, αρχ. σημ.: `υγρό που χύνεται΄ (μσν. σημ. (εκκλ.): `με διάβασμα και όχι με ψάλσιμο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυμάω [ximáo] & -ώ & χιμάω [ximáo] & -ώ Ρ10.7α : 1.κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου· χύνομαιII2α: Tου χύμηξε ένα άγριο σκυλί και τον δάγκωσε. Xύμηξε πάνω μου με το μαχαίρι. Οι στρατιώτες χύμηξαν στον εχθρό. 2. (μτφ.) εκδηλώνω με έντονο τρόπο τη δυσαρέσκειά μου: Tόλμησα να μιλήσω και χύμηξαν όλοι να με φάνε, έπεσαν.
[χυμ-: μσν. *χυμώ (πρβ. μσν. χουμώ με τροπή [i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) ίσως < αρχ. χύμ(α) `υγρό που χύνεται΄ -ώ· χιμ-: ορθογρ. απλοπ.]