Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χόριο το [xório] Ο40 : (ανατ.) 1. το εσωτερικό στρώμα του δέρματος που βρίσκεται κάτω από την επιδερμίδα. 2. η εξωτερική μεμβράνη που καλύπτει το έμβρυο και που σχηματίζεται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του.
[λόγ. < αρχ. χόριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοριοειδής -ής -ές [xorioiδís] Ε10 : (ανατ.) που μοιάζει με το χόριο: Ο ~ χιτώνας του ματιού. H ~ μήνιγγα.
[λόγ. < αρχ. χοριοειδής]