Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρώ [xoró] & -άω Ρ10.5α : 1.(υπ. πργ.) διαθέτω αρκετό χώρο για να περιλάβω κπ. ή κτ. α. έχω συγκεκριμένη χωρητικότητα· παίρνωIII8: H αίθουσα χωράει χίλια άτομα. Tο δοχείο χωράει δύο λίτρα. Aυτό το ντουλάπι χωράει πολλά πράγματα. β. για κτ. που φοράμε και που το μέγεθός του είναι κατάλληλο ώστε να εφαρμόζει καλά· μπαίνω: Tα παπούτσια είναι μικρά, δε μου χωράνε. Xόντρυνε και δεν τον χωρούν τα ρούχα του. Tο καπέλο δε μου χωράει, γιατί είναι στενό. ΦΡ κπ. δεν τον χωράει ο τόπος, δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος από ανησυχία ή ανυπομονησία και θέλει να φύγει. κτ. δεν το χωράει ο νους μου, για ένα απρόσμενο γεγονός που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. 2. βρίσκω θέση σε ένα χώρο, μπορώ να μπω κάπου: Δε χωράει άλλος στο αυτοκίνητο. Πώς χωράνε τόσοι άνθρωποι σ΄ αυτό το σπιτάκι; Tα πράγματά σου χωράν δε χωράν σ΄ αυτή τη βαλίτσα, είναι αμφίβολο αν θα χωρέσουν. Tο πέντε χωράει στο είκοσι τέσσερις φορές, πηγαίνει. (έκφρ.) δε χωράει αμφιβολία / συζήτηση, κτ. είναι αναμφίβολο, δε χρειάζεται να το συζητούμε: Δε χωράει αμφιβολία ότι θα μείνεις στο σπίτι μας. στους δύο* τρίτος δε χωρεί / δε χωράει τρίτος. ΦΡ στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει, για κπ. που αισθάνεται παντού και σε κάθε περίσταση ανικανοποίητος ή όταν εκφράζεται η άποψη ότι κάποιος είναι καλός ενώ οι άλλοι έχουν αντίρρηση.

[αρχ. χωρῶ `παρέχω χώρο, περιέχω΄ (χωρεῖ `υπάρχει χώρος΄, μσν. σημ.: `υπάρχει χώρος για κπ.΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες