Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωροφύλακας ο [xorofílakas] Ο5 : 1α.άνδρας της χωροφυλακής και με επέκταση της αστυνομίας. (έκφρ.) κάνω το χωροφύλακα, επιτηρώ κπ. αυστηρά και πιεστικά: Ο δάσκαλος καμιά φορά πρέπει να κάνει το χωροφύλακα μέσα στην τάξη. β. (παλαιότ.) ο κατώτερος βαθμός στην ιεραρχία της χωροφυλακής, αμέσως κατώτερος από τον υπενωμοτάρχη. 2. (μτφ.) άνθρωπος που επιβάλλει αυταρχικά την τήρηση ορισμένων κανόνων στη ζωή των άλλων.
[λόγ. < ελνστ. χωροφύλαξ, αιτ. -ακα `φύλακας, φρουρός μιας περιοχής΄]