Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωριστός -ή -ό [xoristós] Ε1 : 1.(για πργ.) που προορίζεται για ένα άτομο ή για μία μόνο ομάδα ατόμων ή για μία συγκεκριμένη λειτουργία. ANT κοινός: Kοιμούνται σε χωριστές κρεβατοκάμαρες. Xωριστά τμήματα για τα νήπια και χωριστά για τα προνήπια. Yπάρχει χωριστή είσοδος για το προσωπικό της υπηρεσίας και χωριστή για το κοινό. Tο αποχωρητήριο είναι χωριστό από το λουτρό. 2. (σπάν., για πρόσ.) ξεχωριστός, εκλεκτός.
χωριστά ΕΠIΡΡ 1α. όχι μαζί (τοπικά ή χρονικά): Zουν ~. Έφτασαν ~. β. ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο: Δουλεύουν ~ πάνω στο ίδιο θέμα. Λογαριάζω ~ τα δικά μου από τα δικά σου έξοδα. 2. εκτός, πλην: Έχει το μισθό του, ~ τις υπερωρίες. [αρχ. χωριστός]