Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωριστοπέταλος -η -ο [xoristopétalos] Ε5 : (βοτ.) συνήθ. ως ουσ. τα χωριστοπέταλα, άνθη που τα πέταλά τους δεν είναι ενωμένα μεταξύ τους.
[λόγ. χωριστ(ός) -ο- + πέταλ(ον) -ος]